- Ἀπίδος
- Ἀπίςfem gen sgἈ̱πίδος , ἄπιος 2far awayfem gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ἄπιδος — Ἄ̱πιδος , Ἆπις masc gen sg Ἀπις Apis fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σέραπις — άπιδος, ὁ, Α βλ. Σάραπις … Dictionary of Greek
φιλοσέραπις — άπιδος, ὁ, Α βλ. φιλοσάραπις … Dictionary of Greek
χρυσόραπις — άπιδος, ὁ, ἡ, Α (ποιητ. τ.) βλ. χρυσόρραπις … Dictionary of Greek
ψιλόδαπις — άπιδος, ἡ, Α βλ. ψιλόταπις … Dictionary of Greek
ASPIDES pictae — in diadematibus Regum Aegypti, invictum imperii robur denotabant. Aelian. l. 6. c. 38. Τῶν ὑπ᾿ ἀπίδος δηχθέντων οὐ μνημονεύεται οὐδεὶς ἐξάντης γεγονέναι τȏυ κακοῦ. Ε᾿νςθέν τοι καὶ τοὺς βασιλεῖς ἀκούω τῷν Αἰγυπτίων ἐπὶ τῶν διαδημάτων φορεῖν… … Hofmann J. Lexicon universale
ASPIS — I. ASPIS Cataoniac Satrapa, ab Artaxerxe deficiens, a Datame autem in ordinem coactus. Corn Nepos, l. 14. c. 4. II. ASPIS inter Aegyptiorum Numina; Athenagoras Orat. pro. Christianis, sub init. Aegyptii, inquit, feles etiam Crocodilos et… … Hofmann J. Lexicon universale
Σάραπις — και μτγν. τ. Σέραπις, ιδος, ὁ, Α 1. θεότητα που συνδύαζε στοιχεία αιγυπτιακών και ελληνικών θεών, δηλαδή τού αιγυπτιακού θεού Οσίριδος Άπιδος και τού ελληνικού Πλούτωνος, στην αρχή, και τού Διός, τού Άμμωνος, τού Ασκληπιού, τού Διονύσου, τού… … Dictionary of Greek
άπιος — (apios). Γένος δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των ψυχανθών με πέντε είδη, από τα οποία τα δύο είναι ιθαγενή της Βόρειας Αμερικής και τα υπόλοιπα της Ασίας. Είναι πολυετείς, πολύκλαδες πόες, με ρίζες κονδυλώδεις και φύλλα φτερωτά με 3 έως 9… … Dictionary of Greek
φιλοσάραπις — και φιλοσέραπις, άπιδος, ὁ, Α λάτρης τού Σαράπιδος, θεού που λατρευόταν στην Αίγυπτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + Σάραπις] … Dictionary of Greek